επαρκής

επαρκής
-ές (Α ἐπαρκής, -ές)
1. αυτός που ικανοποιεί πλήρως μια ανάγκη, αρκετός («οὐσίαν... ταῑς δαπάναις ἐπαρκῆ κεκτημένος», Πλούτ.)
2. επίρρ. επαρκώς
αρκετά, ικανοποιητικά
αρχ.
1. βοηθητικός, χρήσιμος
2. (για φάρμακο) δραστικός, αποτελεσματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άρχος (< αρκώ) «μέσο άμυνας, υπεράσπισης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπαρκής — helpful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαρκής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που επαρκεί, ο αρκετός, όσος χρειάζεται για κάποια ανάγκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαρκῇς — ἐπαρκέω to be strong enough for pres subj act 2nd sg ἐπαρκέω to be strong enough for pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρκῆ — ἐπαρκής helpful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπαρκής helpful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπαρκής helpful masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρκέστερον — ἐπαρκής helpful adverbial comp ἐπαρκής helpful masc acc comp sg ἐπαρκής helpful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρκέα — ἐπαρκής helpful neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπαρκής helpful masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρκές — ἐπαρκής helpful masc/fem voc sg ἐπαρκής helpful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρκέστατον — ἐπαρκής helpful masc acc superl sg ἐπαρκής helpful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποχρών, -ώσα, -ών — επαρκής, πειστικός, αρχαία μετοχή που χρησιμοποιείται μονάχα στη λογική και στα μαθηματικά στις φράσεις «αποχρών λόγος» και «αποχρώσα αιτία» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαρκέας — ἐπαρκής helpful masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”