ἐπαρκής — helpful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαρκής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που επαρκεί, ο αρκετός, όσος χρειάζεται για κάποια ανάγκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαρκῇς — ἐπαρκέω to be strong enough for pres subj act 2nd sg ἐπαρκέω to be strong enough for pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρκῆ — ἐπαρκής helpful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπαρκής helpful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπαρκής helpful masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρκέστερον — ἐπαρκής helpful adverbial comp ἐπαρκής helpful masc acc comp sg ἐπαρκής helpful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρκέα — ἐπαρκής helpful neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπαρκής helpful masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρκές — ἐπαρκής helpful masc/fem voc sg ἐπαρκής helpful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρκέστατον — ἐπαρκής helpful masc acc superl sg ἐπαρκής helpful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποχρών, -ώσα, -ών — επαρκής, πειστικός, αρχαία μετοχή που χρησιμοποιείται μονάχα στη λογική και στα μαθηματικά στις φράσεις «αποχρών λόγος» και «αποχρώσα αιτία» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαρκέας — ἐπαρκής helpful masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)